χρυσοθηρία

χρυσοθηρία
η
1. ηαναζήτηση μεταλλείων χρυσού για εκμετάλλευση.
2. η επιδίωξη πλουτισμού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρυσοθηρία — η, Ν 1. η αναζήτηση κοιτασμάτων χρυσού 2. (γενικά) επίμονη επιδίωξη πλουτισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσοθήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”